- ὀλίσθῃ
- ὀλισθάνωslipaor subj mp 2nd sgὀλισθάνωslipaor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολισθηρός — ή, ό (Α ὀλισθηρός, ά, όν) αυτός πάνω στον οποίο γλιστρά κάποιος εύκολα, γλιστερός, λείος («μόλις έβρεξε λίγο, οι δρόμοι έγιναν ολισθηροί») αρχ. 1. αυτός που συλλαμβάνεται δύσκολα, που διαφεύγει εύκολα 2. αυτός που υπόκειται σε ολίσθηση. επίρρ...… … Dictionary of Greek
ολισθητικός — ή, ό (Α ὀλισθητικός, ή, όν) αυτός που κάνει κάτι ολισθηρό νεοελλ. γλιστερός, ολισθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀλισθη τού ὀλισθάνω (πρβλ. ὠλίσθηκα), πιθ. μέσω αμάρτυρου επιθ. *ολισθητός] … Dictionary of Greek